- κράλης
- Σλαβικός τίτλος, αντίστοιχος προς εκείνον του ηγεμόνα ή του βασιλιά. Στα ρωσικά απαντά ως κορόλ, στα πολωνικά ως κρολ, στη γλώσσα των μαγιάρων ως κίραλι και στη λιθουανική ως κοράλιους. Στην παλαιά βορειογερμανική γλώσσα η λέξη απαντά ως charal και σημαίνει τον δυνατό άντρα· από αυτήν προήλθε κατόπιν το όνομα Κάρολος. Οι Τούρκοι ονόμαζαν κ. κάθε βασιλιά που δεν ήταν μουσουλμάνος, ενώ οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν έτσι κυρίως τους ηγεμόνες της Σερβίας.
* * *και κραλ, ο (Μ κράλης)τίτλος που έδιναν οι Τούρκοι στους Ευρωπαίους βασιλείςμσν.(στο Βυζάντιο) ονομασία τών ηγεμόνων τής Ρουμανίας και τής Σερβίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβοουγγρ. kral].
Dictionary of Greek. 2013.