κράλης

κράλης
Σλαβικός τίτλος, αντίστοιχος προς εκείνον του ηγεμόνα ή του βασιλιά. Στα ρωσικά απαντά ως κορόλ, στα πολωνικά ως κρολ, στη γλώσσα των μαγιάρων ως κίραλι και στη λιθουανική ως κοράλιους. Στην παλαιά βορειογερμανική γλώσσα η λέξη απαντά ως charal και σημαίνει τον δυνατό άντρα· από αυτήν προήλθε κατόπιν το όνομα Κάρολος. Οι Τούρκοι ονόμαζαν κ. κάθε βασιλιά που δεν ήταν μουσουλμάνος, ενώ οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν έτσι κυρίως τους ηγεμόνες της Σερβίας.
* * *
και κραλ, ο (Μ κράλης)
τίτλος που έδιναν οι Τούρκοι στους Ευρωπαίους βασιλείς
μσν.
(στο Βυζάντιο) ονομασία τών ηγεμόνων τής Ρουμανίας και τής Σερβίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβοουγγρ. kral].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κράλης, Αμβρόσιος — Ιερομόναχος και αγωνιστής του 1821 από την Άνδρο. Ανήκε στους πρώτους που ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στη γενέτειρά του. Σκότωσε τον αγά του Κάτω Κάστρου Άνδρου μαζί με δύο άλλους μοναχούς, τον Νικηφόρο Σκόρδο και τον Καλλίνικο Μάθα, και… …   Dictionary of Greek

  • κραλεύω — (Μ) [κράλης] ηγεμονεύω, βασιλεύω …   Dictionary of Greek

  • κραλότης — κραλότης, ητος, ἡ (Μ) [κράλης] η ιδιότητα ή το αξίωμα τού κράλη …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Σερβία — I (Srbija). Ομόσπονδη Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της οποίας καταλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος το ανατολικό τμήμα. Έχει έκταση 88.364 τ. χλμ. και πληθυσμό 9.830.000 περίπου κατ. Πρωτεύουσα είναι το Βελιγράδι, που είναι επίσης και πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”